ζυγοστατώ

ζυγοστατώ
ζυγοστάτησα
1. ζυγίζω.
2. υπολογίζω τις συνέπειες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζυγοστατώ — (AM ζυγοστατῶ, έω) [ζυγοστάτης] σταθμίζω με ζυγό, ζυγίζω μσν. 1. κάνω κάτι να ισορροπήσει 2. ελέγχω, κρίνω 3. βασανίζω στη σκέψη μου, σκέπτομαι βαθιά («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῑν», Φώτ.) αρχ. 1. είμαι ζυγοστάτης, ζυγιστής 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • ζυγοστατῶ — ζυγοστατέω weigh by the balance pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζυγοστατέω weigh by the balance pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγοστάτημα — ζυγοστάτημα, τὸ (Μ) [ζυγοστατώ] 1. η ενέργεια τού ζυγοστατώ, η ζυγοστασία 2. η ζυγαριά …   Dictionary of Greek

  • αζυγοστάτιστος — ἀζυγοστάτιστος, ον (Μ) [ζυγοστατῶ] αζύγιστος …   Dictionary of Greek

  • ισοζυγίζω — και ισοζυγιάζω (Μ ἰσοζυγιάζω) κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, ισοσταθμίζω νεοελλ. 1. έχω το ίδιο βάρος με κάποιον, ισοζυγώ, βρίσκομαι ή θέτω σε ισορροπία, ισοσταθμίζω, ζυγοστατώ 2. ισοφαρίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἰσοζυγίζω < ἰσόζυγος,… …   Dictionary of Greek

  • μειαγωγώ — μειαγωγῶ, έω (Α) [μειαγωγός] 1. πηγαίνω το αρνί, που πρόκειται να θυσιαστεί, στους φράτορες για ζύγισμα 2. θυσιάζω 3. είμαι λιποβαρής 4. ζυγίζω, ζυγοστατώ 5. μετρώ …   Dictionary of Greek

  • συζυγοστατώ — έω, Μ ζυγίζω, σταθμίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ζυγοστατῶ «ζυγίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”